Θα θέλαμε να αναφερθούμε σε μια σειρά εξελίξεων που αφορούν τη διαχείριση των αποβλήτων στη χώρα μας, οι οποίες, δυστυχώς, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα όσον αφορά τόσο τη διαφάνεια όσο και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα των σχεδιασμών της κυβέρνησης.
Από το 2021, με την υιοθέτηση του εθνικού σχεδίου διαχείρισης αποβλήτων, η κυβέρνηση επέλεξε να προωθήσει την καύση ως βασική μέθοδο διαχείρισης, θέτοντας παράλληλα φιλόδοξους στόχους ανακύκλωσης που υπερέβαιναν τα ελάχιστα όρια που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τις υπόλοιπες χώρες.
Ωστόσο, αυτή η τακτική φαίνεται να είχε ως στόχο να υπονομεύσει την ανακύκλωση, παρά το γεγονός ότι έχουν ήδη δαπανηθεί εκατομμύρια ευρώ σε εξοπλισμό και υποδομές που ερευνά η ευρωπαία εισαγγελέας.
Πρόσφατα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι στόχοι της ανακύκλωσης δεν επετεύχθησαν και ως αποτέλεσμα, προτίθεται να προχωρήσει στην κατασκευή έξι μονάδων καύσης σε όλη την επικράτεια.
Η πρόταση αυτή ευνοεί πέντε από τους μεγαλύτερους οικονομικούς ομίλους, καθιστώντας τους βασικούς παράγοντες της διαχείρισης των αποβλήτων, με συνέπεια να διασφαλίζουν υψηλή κερδοφορία μέσα από πολλαπλές πηγές εσόδων, χωρίς επιχειρηματικό ρίσκο και με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση.
Ταυτόχρονα, το αυξημένο κόστος διαχείρισης μεταφέρεται στους πολίτες.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θεωρεί περιβαλλοντικά βιώσιμη τη μέθοδο της καύσης και, ως εκ τούτου, δεν τη χρηματοδοτεί.
Η επιλογή του Αυγούστου ως μήνα διεξαγωγής της διαβούλευσης για τους περιβαλλοντικούς όρους των νέων μονάδων καύσης, μοιάζει με προσχηματική διαδικασία, καθώς φαίνεται πως έχει ήδη ολοκληρωθεί η συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και επιχειρηματικών ομίλων για τη διαχείριση και κατασκευή αυτών των μονάδων.
Τέλος, διαπιστώνουμε ότι το πολυσυζητημένο μοντέλο συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, στην προκειμένη περίπτωση, έχει μετατραπεί σε μια «συνέργεια» όπου οι επιχειρηματίες αναλαμβάνουν τον σχεδιασμό και η κυβέρνηση τον ρόλο του επιτηρητή, χωρίς ουσιαστική διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου και της κοινωνίας.