Το «δικαίωμα στην πόλη» του Κώστα Δουζίνα

You are currently viewing Το «δικαίωμα στην πόλη» του Κώστα Δουζίνα

Η πόλη είναι η πιο αρχαία και πετυχημένη προσπάθεια του ανθρώπου να διαμορφώσει τον χώρο που ζει σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Φτιάχνοντας την πόλη ο άνθρωπος αναδιαμόρφωσε τον εαυτό του χωρίς να έχει πάντα σαφή αίσθηση του έργου του. Το ερώτημα τι είδους πόλη θέλουμε δεν μπορεί να διαχωριστεί από το συνοδευτικό: τι είδους άνθρωποι θέλουμε να είμαστε, τι είδους κοινωνικές σχέσεις επιδιώκουμε, τι σχέσεις με τη φύση, τι τεχνολογίες, τι αισθητικές αξίες και στυλ θέλουμε να προωθήσουμε. Συνειδητοποίησα την σημασία των ερωτημάτων αυτών ως δημοτικός σύμβουλος στο μεγάλο λιμάνι του Πειραιά.

Η κατάσταση στον Πειραιά είναι αποτέλεσμα συμμαχιών μεταξύ μεγαλοεπιχειρηματιών, κερδοσκοπικών εργολάβων και ραντιέρηδων και ενός δήμου που εξυπηρετεί τα ιδιωτικά συμφέροντα. Η ηγετική ομάδα αποτελείται από ανθρώπους που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ και την Νέα Δημοκρατία. Αλλά αντίθετα από την Αθήνα του Δούκα, ο Πειραιάς του Μώραλη αποδέχεται τον περιορισμό και απαξίωση της αυτοδιοίκησης από την κυβέρνηση και την εξάρτηση από συμφέροντα αρκούμενος σε ρητορικές διαμαρτυρίες. Έτσι οδηγηθήκαμε σε ένα κατακερματισμένο αστικό χώρο, όπου η γη χωρίζεται σε ορατούς θύλακες καπιταλιστικής συσσώρευσης και αόρατες ζώνες καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Οι ανισότητες είναι ενσωματωμένες στον ιστό της πόλης όπως δείχνει η τεράστια διαφορά μεταξύ του κέντρου και των διαμερισμάτων. Οι συνεχείς δομικές και συμβολικές παρεμβάσεις υπέρ των μεγάλων συμφερόντων κάνουν τους πολίτες να θεωρούν την απαράδεκτη ποιότητα ζωής φυσιολογική, αναπόδραστη.

Υπάρχει έλλειψη αναπτυξιακού προγραμματισμού, ενεργειακή φτώχεια, ανεπάρκεια φτηνής στέγης και λειτουργικών μεταφορών, συγκοινωνιακό κομφούζιο, έλλειψη πράσινου και κοινών χώρων άσκησης και ξεκούρασης, συνεχής θόρυβος και τουριστικοποίηση του δημόσιου χώρου.

Μια καινοτόμα απάντηση στους παράγοντες που αποσταθεροποιούν είναι το δικαίωμα στην πόλη. Η ιδέα εμφανίστηκε στα ‘60 από τον κοινωνιολόγο Ανρί Λεφέμπρ. Δημιουργεί ένα πλαίσιο για την άρθρωση εναλλακτικών οραμάτων για την πόλη που προωθούν την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Ο Παγκόσμιος Χάρτης για το Δικαίωμα στην Πόλη υιοθετήθηκε το 2005.

Χρησιμοποιείται στα διεθνή φόρουμ για την αστική ανάπτυξη, όπως ο άξονας της Νέας Αστικής Ατζέντας που εγκρίθηκε στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τη στέγαση και τη βιώσιμη αστική ανάπτυξη (Habitat III) στο Κίτο του Ισημερινού το 2016. Ας δούμε αυτή την πρωτότυπη αλλά και τελείως προφανή ιδέα.

Η πόλη αποτελεί ένα κοινό αγαθό απαραίτητο για μια πλήρη και αξιοπρεπή ζωή. Όλες οι σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές λειτουργίες γίνονται στην πόλη και την γειτονιά. Από εδώ ξεκινάει το δικαίωμα στην πόλη. Συγκροτείται από τα ισχύοντα νομικά δικαιώματα, τις πρακτικές και τα προνόμια που δημιουργούν ένα ελάχιστο σύνολο εγγυήσεων για την ζωή στην πόλη χρησιμοποιώντας την ομπρέλα του δικαιώματος. Είναι δικαίωμα όλων των κατοίκων, σημερινών και μελλοντικών, μόνιμων και προσωρινών, Ελλήνων και αλλοδαπών να κατοικούν, να παράγουν, να διοικούν την πόλη τους, να χρησιμοποιούν και να οργανώνουν κοινούς χώρους και να απολαμβάνουν ασφαλείς και βιώσιμες υπηρεσίες χωρίς αποκλεισμούς.

Το συλλογικό αυτό δικαίωμα επιτρέπει την άσκηση του ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού και του επαρκούς βιοτικού επιπέδου στο πλαίσιο των αρχών της βιωσιμότητας, της δημοκρατίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Από αφηρημένο νομικό προνόμιο των πολιτών γίνεται ανοικτό και δυναμικό δικαιώμα όλων των κατοίκων που θεμελιώνεται στην κοινωνική αναπαραγωγή και αυτονομία. Σημαίνει ότι όλοι οι κάτοικοι πρέπει να έχουν ρόλο στη λήψη αποφάσεων για τον αστικό χώρο και να μπορούν να έχουν πρόσβαση, να τον καταλαμβάνουν και χρησιμοποιούν. Σημαίνει ότι όσοι ζουν εδώ έχουν όλα τα δικαιώματα αυτών που γεννήθηκαν εδώ.

Ο Λεφέμπρ υποστήριξε ότι το δικαίωμα στην πόλη είναι μια κραυγή και μια απαίτηση, ένα μετασχηματισμένο και ανανεωμένο δικαίωμα στην αστική ζωή. Είναι, επομένως, κάτι πολύ μεγαλύτερο από ένα δικαίωμα ατομικής πρόσβασης στους πόρους της πόλης: είναι το δικαίωμα να αλλάξουμε τους εαυτούς μας αλλάζοντας την πόλη σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Αποτελεί συλλογικό και όχι ατομικό δικαίωμα, αφού η αλλαγή της πόλης εξαρτάται αναπόφευκτα από την άσκηση της συλλογικής εξουσίας στις διαδικασίες αστικοποίησης. Είναι η ελευθερία να παράγουμε και να αναπαράγουμε τους εαυτούς μας και τις πόλεις μας.

Ας αναφέρω τρεις τρόπους με τους οποίους οι κάτοικοι ασκούν πρακτικά το δικαίωμα τους. Ο πρώτος αφορά τις καθημερινές πρακτικές. Οι κάτοικοι παράγουν νόημα με τις καθημερινές χρήσεις του αστικού χώρου. Όταν τα παιδιά παίζουν στην πλατεία, ένα ζευγάρι περπατά χέρι με χέρι κατά μήκος της παραλίας ή κάθεται σε ένα παγκάκι τα καλοκαιρινά βράδια, όταν μια ομάδα κάνει πορεία διαμαρτυρίας για κοντινά ή και μακρινά αιτήματα (περισσότερο πράσινο στην πόλη, να σταματήσει η σφαγή στην Γάζα). Αυτές οι χρήσεις που δίνουν χαρά, ικανοποίηση και συλλογικότητα παράγουν τον δική μας ατμόσφαιρα, γειτονιά και πόλη.

Δεύτερη είναι η «οικειοποίηση», δράσεις που επανανοηματοδοτούν ή αλλάζουν το νόημα του χώρου ή τόπου. Οργανωμένες χωρικές πρακτικές από κατοίκους επηρεάζουν άμεσα τι είναι ή θα μπορούσε να είναι η πόλη. Έτσι έχουμε τον τυπικό αλλά και άτυπο πολεοδομικό ανασχεδιασμό: δημιουργία ποδηλατοδρόμων, διαδρόμων δίπλα στην θάλασσα, δενδροφυτεύσεις, γλέντια και σε πλατείες, αγορές χωρίς μεσάζοντες, καταλήψεις εγκαταλειμμένων κτιρίων, παιχνίδια και αγώνες στον δρόμο. Οι πρωτοβουλίες των κάτοικων βελτιώνουν το αστικό περιβάλλον και του δίνουν νέες και πολύτιμες χρήσεις. Τέλος, οι κάτοικοι μπορούν να οργανώνουν ή να συμμετέχουν σε συμμετοχικές διαδικασίες. Η πιο δοκιμασμένη είναι οι τοπικές λαϊκές συνελεύσεις, για τις οποίες θα γράψω στα επόμενα. Αποτελούν είτε θεσμικά δημιουργήματα ή αυτό-οργανωμένες πρωτοβουλίες. Τις πρώτες οργανώνει ο Δήμος, η κοινότητα ή οι αυτοδιοικητικές παρατάξεις.

Συζητούν και αποφασίζουν για ζωτικά θέματα της περιοχής τους: από τον προϋπολογισμό και τον απολογισμό της σχετικής κοινότητας, μέχρι την διαβούλευση για δημόσια έργα, το πράσινο, το κυκλοφοριακό και τα κοινά ή το αναπτυξιακό πρόγραμμα της περιοχής τους. Οι άτυπες οργανώνονται από ομάδες κατοίκων και αποτελούν παρεμβάσεις σε τοπικά θέματα στα οποία οι αρχές αποφασίζουν χωρία ή ενάντια στις απόψεις των κατοίκων. Οι διαδικασίες αυτές αλλάζουν τους παραδοσιακούς τρόπους παραγωγής και διοίκησης της πόλης.

Η συμμετοχή απαιτεί κατ’ αρχάς φυσική παρουσία και χρόνο: οι κάτοικοι πρέπει να συνευρεθούν, να ακούσουν, να μιλήσουν, να αποφασίσουν. Η κοινή παρουσία των σωμάτων στον χώρο και η ζωντανή ανταλλαγή απόψεων αποτελεί την πεμπτουσία της δημοκρατίας. Έχει υποχωρήσει στις λειτουργίες του κράτους, η αυτοδιοίκηση δίνει την ευκαιρία επιστροφής της. Δεύτερον, χρειάζονται χώροι συλλογικής συμμετοχής προσβάσιμοι σε όλους. Έτσι, εκτός από τις παραδοσιακές συνεδριάσεις του δήμου ή της κοινότητας, οργανώνονται τυπικά ή άτυπα συμμετοχικά όργανα, συλλογικά εργαστήρια, πολιτιστικές διαδρομές και φυσικές ή ψηφιακές εκδηλώσεις σε συνεργασία με κοινωνικά δίκτυα και πλατφόρμες. Δημιουργούμε νέα κοινά και χώρους για την άσκηση του δικαιώματος στην πόλη.

Οι κάτοικοι διεκδικούν τις διάφορες πτυχές του δικαιώματος αν δεν παραχωρούνται από τις εκλεγμένες αρχές. Η δημιουργία των δημοτικών ραδιοφωνικών σταθμών στην Αθήνα και τον Πειραιά παρά την νομική τους απαγόρευση αποτελεί ύψιστη εκδήλωση του δικαιώματος στην πόλη. Μια νέα αντίληψη της ιδιότητας του κατοίκου/δημότη δημιουργείται που βασίζεται στις αξίες των ίσων ευκαιριών, της δημοκρατίας και της προσωπικής αυτονομίας. Η ιδιότητα αυτή εδραιώνεται μόνο με την άσκησή της. Οι πολίτες δεν είναι πια μόνο κάτοικοι που καταναλώνουν.

Γίνονται ενεργοί πολίτες που αλλάζουν την γειτονιά και την πόλη. Έτσι κτίζεται η κοινή ευθύνη και κοινωνική αλληλεγγύη για τα κοινά προβλήματα.

Αφήστε μια απάντηση